Quantcast
Channel: Κελαινώ
Viewing all 163 articles
Browse latest View live

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ

$
0
0


 

 

            Το άλμα του ποιητή

 

Εικόνες ζωγραφιές του ποιητή

μέσα από τους στίχους του

φτερουγίζουν,

των λογισμών του ηλιόμεστη πνοή

αέναα ποτίζουν στην άχρονη θέα

φωτιάς καιρών εναργούς επέλασης

φωτογόνων επιθυμιών

αληθινού ονείρου,

στην άχρονη πανωραία

αυγινών φιλιών

ακούραστης ημέρας κρίνων λευκών

παραδεισένιου απείρου.

Σε ολόχρυσης έμπνευσης βατήρα

τ’ άλμα σου ξεκινάς,

την γλώσσα της Αλήθειας λύνοντας,

φως αμάραντο σκορπάς,

βελούδινη ανασαιμιά

στης θάλασσας τα μέρη

πηγής δροσοροούσας

κατάπληκτου ουρανού

ποιητικής αναβάθμισης

υπέρλαμπρου νου.

            Ανθή Αυγέρη

 

__________

 

 

            Οι ποιητές

 

Οι ποιητές, είμαστε κάτι ανάλογο,

Με επιβλέποντες εργοδηγούς

Μιας επανάστασης

Ανούσιας δυναμική,

Στην οποία φυσικά

Ποτέ δεν λάβαμε μέρος

Και ποτέ δεν πρόκειται να λάβουμε.

Γιατί τα κοστούμια μας,

Είναι τόσο μα τόσο

«Άψογα»

Και δεν χωράνε, ούτε λάσπες,

Ούτε τον ψόγο «του μη αψόγου»

Να δεχτούνε.

Εξ άλλου μια έλλογη ποιητική οντότητα

Τι άλλο οφείλει

Πέραν του να ομιλεί…

Να ομιλεί…

Όλο να ομιλεί γραπτώς

Για χαοτικές, λέει, ανέφελες

Σκιές του πεπραγμένου,

Που τίποτα άλλο δεν είναι πέρα

Από το φαντασιώδες…

Εύγε Ποιητά…

            Μαρία Γ. Τζανάκου

 

__________

 

            Το τραγούδι του ποιητή

 

Χτύπα τα «πούλια» δυνατά

και δίνε παρουσία

της ποίησής σου η φωνή

του κόσμου πεμπτουσία.

 

Κανείς ποτέ δε μπόρεσε

πάντα του να κερδίζει

μια στα ψηλά, μια χαμηλά

ρόδα ’ναι και γυρίζει.

 

Αν σου συμβεί καμιά φορά

να φέρεις δύο κι άσσο

κράτα την πένα σου ψηλά

δε σου ταιριάζει «πάσο».

 

Άσε τη γλώσσα λεύτερη

να λέει την αλήθεια

φωτιά ο κάθε στίχος σου

καίει βαθιά τα στήθια.

 

Το ποίημά σου άνοιξης

μοσκοβολιά τ’ αέρα

κι ο φωτισμένος λόγος σου

μας πάει παραπέρα.

 

Έχει η ζωή μας βάσανα

χτυπά και μας τσακίζει

ρίχνε το βάλσαμο ψυχής

που μας ανακουφίζει.

 

Χτύπα τα «πούλια» ποιητή…

            Γιώργος Γιακουμινάκης

 

__________  

 

            Περί τροποποίησης

 

Δεν υπάρχουν κανόνες ιεροί

Μόνο λίγες εξαιρέσεις σημαντικές

Μάλλον όλα είναι μια εξαίρεση

Έχει δικό της τρόπο η Ποίηση

 

Επωάζει τ’ αυγά της στη σκιά

Επινοεί ατραπούς και δεν ακολουθεί

Άλλους τρόπους προσπέλασης ζητεί

 

Εκλύει ενέργεια κοσμική

Στη σωτηρία ελπίζοντας αυτοδικεί

 

Επιμένει σιωπηλά να αυτοαναιρείται

Στη διακεκαυμένη ζώνη της οίησης

Ταλαντεύεται επώδυνα, και αιωρείται

Ιχνηλατεί άκοπα τον τρόπο της Ποίησης.

            Χρίστος Ε. Κοντοβουνήσιος

 

_________

 

 

            Η ποίηση

 

Η ποίηση από νωρίς και σήμερα

κατέβηκε στο χαράκωμα και μόνη της

υπερασπίζεται τη γη των Χαναάν.

Κι εγώ προσπαθώ με το ελάχιστο φως

να φτιάξω λίγα λουλούδια και λίγα ποιήματα,

να γιατρέψω τις πληγωμένες φτερούγες

ενός αγγέλου – κι ας μην τον ξέρω –

που αμάρτησε και ξέπεσε στη γη μας.

Να συναρμολογήσω τις σπασμένες συλλαβές

για να διαβάσω το όνομα του κοριτσιού

που τρέχει χωρίς ομπρέλα στη βροχή

να προλάβει το λεωφορείο της γραμμής,

να προλάβει ανοιχτή την πόρτα του γραφείου.

            Κώστας Χελμός

 

__________

 

 

            Ποίηση

 

Βυζαίνοντας το λεμόνι της πίκρας

ξύνοντας πρώτος τη σκουριά

μυήθηκα στην Τέχνη σου

και σ’ ερωτεύτηκα.

 

Φωτιά οι νύχτες ποιητών

καημοί τα δάκρυα της βροχής

όνειρα που μας εκδικήθηκαν

καθώς ήταν ανέφικτα.

 

Έτσι εναπόθεσα τις ελπίδες μου

στη λάρνακα της Ποίησης,

τέφρα αναμνήσεων

μαζί κι Αγάπης στάχτες.

            Νίκος Μπατσικανής

 

---

 

            Η ποίηση

 

Ανάλαφρος καπνός η Ποίηση

υφαίνεται στην ατμόσφαιρα

πλέκει δαχτυλίδια στοχασμού

ανεβαίνει στον ουρανό

στήνεται στον άυλο θρόνο της

και επισκοπεί την ιδέα ή το

συναίσθημα που την εκτίναξε

λέξη-λέξη, στον αγέρα…

            Σωσώ Πέτρου-Βλάσση

 

__________

 

 

            Το ποίημα 

 

Ξεκινώντας, αντιμετώπισα το Μηδέν,

υπό τύπον αγράφου φύλλου χάρτου.

Έχω σχεδιάσει στο νου μου το πρόπλασμα,

τον μύθο της έμπνευσής μου.

Έχω κουράγιο θα προχωρήσω,

θα μετατρέψω το Μηδέν σε μια στιγμή

απρόσμενη, ίσως ανεπανάληπτη,

σε κάτι άλλο σημαντικό, σ’ ένα ποίημα.

Θα προσηλωθώ σε μια πάλη

ερωτική με το πνεύμα,

θέλω να προκύψει μια αισθητική μορφή,

με τη σφραγίδα της ύπαρξής μου,

και της προσωπικότητάς μου.

Η διαδικασία της νοητικής δημιουργίας,

θα συγκερασθεί με τη σχέση μου

προς το ποίημα.

Καθώς το έργο θα εξελίσσεται,

θα επιβεβαιώνονται,

ως δεδομένα και ως αξίες,

οι αισθητικές, το αυτό και το έτερον,

στη διαμόρφωση της ψυχής του κόσμου.

Ώρα της ποίησης, όπου ο ρυθμός,

διεπόμενος από τη σκέψη διαπλέκεται

και συμπληρώνεται ολοκληρώνοντας

το έργο τέχνης, ενώ η δράση του

εκτυλίσσεται, μαζί και χωριστά,

σε επίπεδα αιωνιότητας

και ιστορικού χρόνου.

            Δημήτρης Η. Λούκα

 


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ του ΚΕΛΑΙΝΩ στο Π.Κ. του ΔΗΜΟΥ ΙΛΙΟΥ

ΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ Νο 52

ΤΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ του ΚΕΛΑΙΝΩ Νο 52

$
0
0


 
 
 
Το εικαστικό έργο της Νίκης Βλάχου, όπως ακριβώς μας το έστειλε.
Την ευχαριστούμε πολύ και την θαυμάζουμε. Πάντα η καλλιτέχνιδά μας ευγενώς μας προσφέρει
έργα της για το ΚΕΛΑΙΝΩ.


 

ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΕΚΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ε.Π.Ο.Κ.

$
0
0




Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.)

23 Απρ 2015

Προκήρυξη 6ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ.

 

Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

 

Αποτελεί για μένα ιδιαίτερη τιμή και ξεχωριστό προνόμιο η δυνατότητα να επικοινωνώ μαζί σας με την ευκαιρία της προκήρυξης του 6ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που διοργανώνει ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος εις μνήμη Βίκυς Ζαχαρίου και του Δημήτρη Μανιού.

 

Θέλω να ευχηθώ σε όλους όσους θα λάβουν μέρος, Ελλαδίτες και Κύπριους, και σε όλους τους απόδημους συμπατριώτες μας στη Μεγάλη Αυτή Γιορτή της Λογοτεχνίας κάθε επιτυχία και εκπλήρωση των φιλότιμων και αξιέπαινων προσπαθειών σας.

 

Σας καλώ όλους όσοι πήρατε την προκήρυξη στα χέρια σας (διαθέσιμη παρακάτω) να την προωθήσετε όπου έχετε φίλους που συνεργάζεσθε ή που γράφουν λογοτεχνικά διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, ή λογοτεχνικούς συλλόγους. Επικοινωνήστε την προκήρυξή μας μέσα από τις ιστοσελίδες σας, μέσα από τα δικά σας  δίκτυα Facebook & Twitter για να φέρουμε τους λογοτέχνες κοντά μας.

 

Σας ευχαριστώ από καρδιάς όλους και όλες για την βοήθεια και τη μεγάλη προσπάθεια που θα κάνουμε όλοι μαζί.

 

Με εκτίμηση,

Dr. Ηρακλής Ζαχαριάδης

Πρόεδρος Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (Ε.Π.Ο.Κ.)

 

Προκήρυξη 6ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ.

 
Ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.) προκηρύσσει τον 6ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου και Δημήτρη Μανιού. Ο Διαγωνισμός λήγει στις 28 Οκτωβρίου 2015. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι, εντός και εκτός Ελλάδος, διαμένοντες ελληνόφωνοι, ανεξαρτήτως ηλικίας. Οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να συμμετάσχουν με ένα έως τρία λογοτεχνικά είδη, αλλά με ένα μόνο έργο τους για κάθε είδος. Όσον αφορά το Ποίημα, να μην υπερβαίνει τους 30 στίχους, το Διήγημα τις 6 σελίδες, η Νουβέλα τις 60 σελίδες, το Μυθιστόρημα τις 100 σελίδες, το Θεατρικό τις 100 σελίδες και το Δοκίμιο τις 30 σελίδες. Κάθε έργο πρέπει να σταλεί σε δύο δακτυλογραφημένα αντίτυπα, χαρτιού Α4 ή ηλεκτρονικά (στο email kypriakosellinismos@yahoo.gr), με ψευδώνυμο πάνω δεξιά. Η γραμματοσειρά που πρέπει να χρησιμοποιηθεί είναι “Arial” με μέγεθος γραμμάτων 12. Οι διαγωνιζόμενοι να εσωκλείσουν στον μεγάλο φάκελο, ένα μικρότερο κλειστό, ο οποίος να αναγράφει το ψευδώνυμο και τον τίτλο του έργου τους, ενώ μέσα σ’ αυτόν πρέπει να υπάρχουν τα εξής προσωπικά στοιχεία: Ονοματεπώνυμο, Διεύθυνση κατοικίας (με Τ.Κ.), Τηλέφωνο επικοινωνίας (Σταθερό και κινητό), email (Προαιρετικά), Ψευδώνυμο, Τίτλο και Λογοτεχνικό είδος του έργου (που διαγωνίζεστε).Αποστολή συμμετοχής με απλό ταχυδρομείο (όχι συστημένο) έως τις 28 Οκτωβρίου 2015 και ακολούθως με email. Προς κ. Ηρακλή Ζαχαριάδη, πρόεδρο του Ε.Π.Ο.Κ., στην διεύθυνση: Μικράς Ασίας 55, Αμπελόκηποι 11527. Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνο 0030 6937554184ή στο email kypriakosellinismos@yahoo.gr. Επίσης, σημειώστε πως μπορείτε να ενημερωθείτε για οτιδήποτε σχετικό με τον Ε.Π.Ο.Κ. στην ιστοσελίδα μας, www.epok.gr. Μπορείτε να δημιουργήσετε από τα θέματα οποιοδήποτε έντεχνο είδος λόγου επιθυμείτε. Έχετε δικαίωμα να λάβετε μέρος με ένα έως τρία είδη έντεχνου λόγου (π.χ. ποίημα, διήγημα, μυθιστόρημα).Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει τα κάτωθι είδη του λόγου και θέματα: Θέματα:

Διακοπές στην Κύπρο - Μια αξέχαστη εμπειρία για κάθε ηλικία

Η συμβολή  των νέων της Ελλάδος στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974

Ποια η συμβολή των νέων μας στους αγώνες της Λευτεριάς; ("ΑΥΤΗ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΔΕΝ ΛΕΥΤΕΡΩΘΗ ΜΕ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, ΛΕΥΤΕΡΩΘΗ ΜΕ ΑΙΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ" -Γ. Μακρυγιάννης)

Το ψυχικό μεγαλείο των γονιών των ηρωωμαρτύρων της ΕΟΚΑ

Κάτω στην Κυπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθος  (Μια απο τις τέσσερις πόλεις). "Ώρα οι λεμονιές να ανθίσουν, να νεώσει ο λεμονανθός τη φύση"

Ύμνος στην Κύπρο, την Αέρινη, τη Μακάρια γη...

Εξαρσις της γλυκιάς χώρας Κύπρου (Κάτω στη γλυκιά τη χώρα την Κύπρο)

"ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΙΜΑΙ ΛΕΦΤΕΡΟΣ" - Ν. Καζαντζάκης

Η Κύπρη, του έρωτα η θεά Αφροδίτη

Το Αρχιπέλαγος

Προσοχή: Το έργο σας πρέπει να είναι εντός του θέματος που θα επιλέξετε.Σημείωση: Φέτος θα δεχτούμε για αξιολόγηση και βιβλία εκδοθέντα το 2013, 2014 και 2015.



Είδη του λόγου:

Ποίηση

Έμμετρη σατυρική ποίηση (πάνω σε θέματα της σημερινής εποχής)

Διήγημα

Νουβέλα

Μυθιστόρημα

Θεατρικό έργο

Δοκίμιο

Μουσικός στίχος

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ-Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νίκου Μπατσικανή "Αθέατη Όψη"

$
0
0



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 

Οι Εκδόσεις Γαβριηλίδη παρουσιάζουν

το νέο βιβλίο του Νίκου Μπατσικανή:

«Αθέατη Όψη» διηγήματα.

 

Εισήγηση: Παναγιώτα Χριστοπούλου - Ζαλώνη

ποιήτρια, εκδότρια περιοδικού «Κελαινώ».

 

Διαβάζει: ο ηθοποιός Τάσος Μπλάτζιος.

 

Συντονισμός: Σάσα Βόρρη,

καθηγήτρια Κοινωνιολογίας - συγγραφέας.

Ερμηνεύει ο Νίκος.

 

 

 Τετάρτη, 29 Απριλίου 2015, 20.00

Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι

 

Η παρουσία σας θα μας τιμήσει

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΒΙΒΛΙΟΥ του Λογοτεχνικού Περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ


ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ, στους Αγίους Σαράντα Αλβανίας

$
0
0


             NË FESTIVFALIN NDËRKOMBËTARË TË MONOLOGUT
                        KLASIK “ART PA KUFI” SARANDË 2015

             Διεθνές Φεστιβάλ Θεατρικού Μονολόγου
                «Τέχνη χωρίς σύνορα» Σαράντα 2015

 

          Διαγωνίστηκαν 10 Θεατρικοί Μονόλογοι από διάφορα μέρη του κόσμου και το μοναδικό Διεθνές Βραβείο Γυναικείου Ρόλου απέσπασε η ερμηνεύτρια του Θεατρικού Εργαστηρίου  Κούλουρης της Σαλαμίνας

 
                                 Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α   ΜΑ Ν Δ Ε Κ Η

για το έργο της

      Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Α Σ  Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Π Ο Υ Λ ΟΥ- Ζ Α Λ Ω Ν Η,
                   Έ γ κ λ η μ α   σ τ ο  Π ά ρ κ ο,

σε σκηνοθεσία  του 

                              Ν Τ Ι Ν Ο Υ   Κ Ο Υ Μ Π Α Τ Η

 

(Αναλυτικότερο ρεπορτάζ σε λίγες ημέρες)

SARANDE-ART PA KUFIJ-Διεθνές Φεστιβάλ Θεατρικού Μονολόγου «ΤΕΧΝΗ ΔΙΧΩΣ ΣΥΝΟΡΑ

$
0
0




 
 
SARANDE
Διεθνές Φεστιβάλ Θεατρικού Μονολόγου «ΤΕΧΝΗ ΔΙΧΩΣ ΣΥΝΟΡΑ» 10 Μαΐου 2015
ART  PA  KUFIJ
(NënkujdesineKryetarittë Bashkisë Sarandë z. StefanҪipa)
Υπό την Αιγίδα του Ομίλου UNESCOΠειραιώς και Νήσων ( Γιάννης Μαρωνίτης)
 
Προεξάρχοντες της διοργάνωσης του Φεστιβάλ οι σκηνοθέτες:
ANASTASNIKA,   ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΜΠΑΤΗΣ

                   
 
   Ερμηνεύτηκαν αποσπάσματα κλασσικών έργων όπως: ΙΟΝΕΣΚΟ.ΣΑΙΞΠΗΡ, ΜΟΛΙΕΡΟΥ  αλλά και των σύγχρονων συγγραφέων όπως: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΛΩΝΗ,
ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΜΠΑΤΗ,  ΣΕΝΤΙ ΜΠΕΡΙΣΣΑ. 
   Τιμητικά ερμήνευσαν ΓΚΟΓΚΟΛ  και ΕΥΡΙΠΙΔΗ αντίστοιχα Ο ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΜΠΑΤΗΣ και η δόξα του Αλβανικού Θεάτρου ROSAANAGNOSTI. και ο ANASTASNIKAερμήνευσε ΣΑΙΞΠΗΡ.
   Te ftuar spesiali
            Ο ShaipEmerllahu (Τέτοβο) Πρόεδρος του Φεστιβάλ του Naimit
            Η Παναγιώτα Ζαλώνη (Ελλάδα) Πρόεδρος του ’Ξάστερον-Κελαινώ
            Ο KristaqShabani (Αλβανία) Πρόεδρος του LNPSHA PEGASI  
            Ο Γιάννης Μαρωνίτης (Ελλάδα) Πρόεδρος UNESCOΠειραιώς και Νήσων.

 
 
      Διαγωνίσθηκαν οι ηθοποιοί:
            PeshatSaitaj (Belzike)
            IsmetKrasniqiLala (Kosovo)
            Χαρά Κολιού (Κύπρος)
            Μήτση Χριστοδούλου, με τον Δημήτρη Παγάραλη  (Σαλαμίνα)
            Χριστίνα Μανδέκη (Ελλάδα)
            Θέμη Κοσιώρη (Ελλάδα)
            Daniel Leuwers (France)

 

 
Α΄ Βραβείο γυναικείου ρόλου απέσπασε η
                                      ΧΡΙΣΤΙΝΑ  ΜΑΝΔΕΚΗ
 
για τον Θεατρικό Μονόλογο της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΛΩΝΗ
«ΕΓΚΛΗΜΑ  ΣΤΟ  ΠΑΡΚΟ»
      σε σκηνοθεσία ΝΤΙΝΟΥ  ΚΟΥΜΠΑΤΗ
                                                          ******
Α΄ Βραβείο ανδρικού ρόλου απέσπασε
ο IsmetKrasniqiLala(Kosovo)
συγγραφέας: SEJDI  BERISHA
Σκηνοθεσία: SylejmanLokaj
 

Α΄ Βραβείο  σκηνοθεσίας απέσπασε: ο ΑΝΑΣΤΑΣ  ΝΙΚΑ
 
 
 
            Δεν δόθηκαν άλλα βραβεία.
 
 
 
 
 



 
ΕΓΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ
Θεατρικός Μονόλογος
 
της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΛΩΝΗ
 
 
Μπροστά στα συντρίμματά σου άγαλμά μου,
χύνω τα δάκρυά μου,
στο λευκό σου αίμα,
στα βασιλεμένα μάτια σου,
στα σβησμένα όνειρά μου.
Σου  πλένω τα λευκά σου μέλη
με το κρασί που μου περίσσεψε
το μοσχοσταφυλένιο,
ενώ ο παπάς χτυπάει λυπητερά
στην «Πλατεία Θυσίας», τις καμπάνες.
Οι άνεμοι, τα βουνά και τα νερά,
που άλλοτε προσκαλούσα
σε συμπόσια ερωτικά,
έφτασαν για την ταφή σου.
Ντυμένη εγώ, με το φόρεμά μου το παλιό,
το ξεφτισμένο, (που δεν μου πάει) θυμάμαι…
Τότε που γέμιζα τα βάζα του σπιτιού μου
προσμονές, και τραβούσα στο πλάι
τις κουρτίνες του ενδοιασμού.
Τότε που ο καιρός ήταν ζεστός
και δεν έβρεχε στο πάρκο,
όπου ήσουν στημένο μοναχό,
αλαβάστρινο είδωλο σμιλευμένο
με τις ευαισθησίες της ψυχής μου.
Τι όμορφο που ήσουν.
Σ΄ αγαπούσα.
Κι όσο σ’ αγαπούσα,
γινόσουν ομορφότερο.
Σε έντυνα να μην κρυώνεις τα βράδια,
πάντοτε μ’ ένα άσπρο σακάκι.
Σου στόλιζα το κεφάλι γιασεμιά
και το φιλί μου μαργαριτάρι ροζ
κρεμούσα στον λαιμό σου.
Σε καμάρωνα…
«Ψυχή μου», έλεγα…
Μα, συ, δεν είχες ψυχή, μήτε κίνηση,
μονάχα ένα χαμόγελο,
έτσι όπως το σμίλεψα εγώ.
Σ’ άγγιζα…
Τολμούσα.
Χορεύαμε μαζί.
Το φεγγάρι και η Κελαινώ,
χόρευαν κι αυτοί στον Ουρανό.
Σαν ξημέρωνε,
ο ουρανός μπορούσε και γευόταν
τη λάμψη των ματιών σου
και το θελκτικό χαμόγελό σου.
Τα γευόμουν κι εγώ, κι ολόκληρη η γη.
Ακινητούσα τις στιγμές… Μπορούσα.
Και άνθιζα!
Περιφλεγόμουν με πρωτόγνωρες αισθήσεις.
Μεθούσα, τραγουδούσα και ξεφάντωνα.
Σου ’λεγα:
«Το χέρι σου έρημο κρυώνει,
εγώ θα στο κρατώ να μη παγώνει
 
Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε παγωνιά.
Κρύωνες άγαλμά μου
στου πάρκου την ερημιά.
Τα μαρμάρινα χέρια σου
με τα δικά μου, ένα πλέγμα.
Σε ζέσταινα…
Ήταν νύχτα, νύχτα Χριστουγέννων.
«Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ να μου φύγεις»
σου ψιθύριζα…
«Με το λευκό σου χρώμα
θα σου ζωγραφίζω κάτασπρα τριαντάφυλλα,
να μοιραζόμαστε τη μυρουδιά τους».
Εσύ εκεί ευθυτενές, άκαμπτο άγαλμα,
με τη ματιά τη γευστική, … συναρπαστική.
Φοβόμουν ώρες, ώρες, μη σ’ εύρει πυρετός,
μη σε χτυπήσει κεραυνός,
μη σ’ εύρει θάνατος αιφνίδιος, σκληρός.
Και να ’σαι  τώρα είδωλό μου νεκρό.
Πώς να σε ξεχάσω;
Πώς να ξεχάσω τα τρυφερά αγγίγματα
της Παπαρούνας
που ’χε φυτρώσει εκεί στα ριζά σου,
κάθε φορά που γονάτιζα,
να σου σκουπίζω τα πόδια,
απ’ την χωμάτινη βροχή,
κι επιθυμίες αλλόφρονες, μαγεμένες, ξεστράτιζαν
κι απελπισμένα προσπαθούσα να τις πειθαρχήσω.
Έψαχνα τότε στην τσάντα μου για τα κλειδιά
Κάποιο ίσως να ταίριαζε,
να σου ξεκλειδώσω τα παγωμένα χείλη σου.
Να γελάσουμε μαζί.
Να προσευχηθούμε μαζί.
 
Με μωβαλιά μεταξωτά σε σκέπαζα
να κοιμηθείς
και καλούσα της νύχτας τ’ αηδόνι
να σου τραγουδεί.
Κι έλιωνε η καρδιά μου…
Η δική σου, άτεγκτη…
Ούτε με τ’ αηδονιού τη μουσική
δεν έλεγε να συγκινηθεί.
Θάμπος των ματιών μου!
Άγαλμά μου!
Ήσουν ωραίο…
Έστελνα σμήνος περιστέρια
να σε σηκώσουν στα φτερά τους,
να σε μετακινήσουν, να σ’ ανεβάσουν
πάνω απ’ των προκαταλήψεων τα βουνά,
στην εύφορη κοιλάδα του πόθου, να σε φέρουν.
Έτσι, για να νικήσουμε τον θάνατο.
Ω, ώρα του τρυφερού πόθου,
του γλυκού πόνου, απόκοσμη κι ευωδερή.
Ώρα που η ψυχή ανυψωνόταν ως τ’ αστέρια,
για να βρει λύτρωση στων άστρων τη φωτοβολή.
Ώρα σιωπής προκλητικής, ερωτικής…
Τρέμουν τα πέταλα της Παπαρούνας της μοναχικής,
την έκφραση της δικής μου της ψυχής.
Έτσι, εγώ κι ο Έρωτας παίζαμε στο κορμί σου,
κι αυγατίζαμε τις ώρες της πληρότητάς μας.
Μας ζήλευαν, η μέρα, η νύχτα,
τ’ αγεράκι τ’ απαλό, ο ήλιος
και της Πούλιας η ωραία Κελαινώ.
 
Σώπαινα πολλές φορές, για να νιώθω,
ν’ αφουγκράζομαι την ψυχή σου.
Είχες;
Ποιος Θεός σου την έδωσε;
Πίστευα πως είχες, και σε κοιτούσα…
Σε κοιτούσα τρυφερά
σαν η μάνα το μωρό.
Ένα άγαλμα μωρό.
Τρελή η φαντασία του ποιητή!
Σε μπούκωνα μέλι και ροδόσταμο
και σε νανούριζα μωρό μου:
            «Στα μάτια μου γείρε,
            στα χείλη μου ανάσαινε,
            κοιμήσου μωρό μου,
            στ’ όνειρό μου κοιμήσου…»
Στ’ όνειρό μου…
Το παρακαλούσα να μην ακούει
της μέρας την φυσαρμόνικα.
«Έχει πίκρες η μέρα», σου ’λεγα…
 
Το ’ξερα…
Το ’ξερα πως θα ξημέρωνε
η μέρα της πραγματικότητας
και θα σιωπούσαν οι ήχοι
των αυλών που μελώδιζαν.
Τα ωραιόμαλα κοράσια
που μας έκαναν παρέα
τις νύχτες στο πάρκο,
η Ερατώ, η Χαρά, η Ευτυχία, η Ομορφιά,
θα ’φευγαν.
Έτσι γίνεται πάντα.
Οι επισκέψεις τους, δεν κρατούν πολύ,
δεν μονιμοποιούνται οι κυρίες…
 
Κι εγώ, να συνεχίζω
να δονούμαι και να περιδονούμαι
γύρω απ’ την τροχιά σου…
Ν’ απλώνω τα χέρια μου,
θρασύτατη κλέφτρα
στα λευκά σμιλεμένα μαλλιά σου…
 
Ανάβω τώρα λαμπάδες χλωμές
στο παλιό το μανουάλι,
μπροστά στα συντρίμματα  σου, Άγαλμά μου.
Εγώ η ίδια το ’κανα.
Σε σκότωσα…
Έπρεπε είπαν…
Κι εγώ τους άκουσα.
Σε λίγο θα σε κάψω.
Έχω προσάναμμα.
Το ξέρεις πως δεν σβήνει εύκολα η φωτιά
όταν ανάβει στην δική μου την καρδιά.
Θα πιω για να μεθύσω,
κι ύστερα μοιρολόι θ’ αρχινίσω,
να με ακούσουν όλοι της γης οι προδομένοι,
όλοι της αληθινής ζωής οι ερωτευμένοι.
 
Σ’ αγαπούσα
κι ας σε κομμάτιασα είδωλό μου.
Κοιτάζω τα κομμάτια σου.
Τα μάτια σου, ακόμη
μου λένε…
Ακόμη τα διαβάζω…
Κλαις;
Ακούω μέσα απ’ τα συντρίμμια σου
φωνές, ικεσίες, προσευχές.
Με λυπάσαι…
Θα με κλείσουν φυλακή.
Πόσο Θέ μου λες θ’ αντέξει;
Τόσο φως πού θα χαθεί;
Μα, το πρόσταξε η ζωή.
Δίχως ήλιο και βροχή,
δίχως τη δική σου ασπράδα,
το δικό σου λευκό φως, πώς;
Πες μου τώρα, πώς;
Πώς ν’ ανοίξει κάποιος παραθύρια
την Πανσέληνο να δει;
Πώς τον Έρωτα να τον ταΐσεις,
πώς να τον ποτίσεις, πώς;
 
Πλημμύρα τα δάκρυά μου,
στα συντρίμμια σου, Άγαλμά μου.
Σου προστάζω:
«Ανέπνεε»
Σε ικετεύω:
«Κλάψε»
Σε παρακαλώ:
«Τάραξέ μου το φως»
Τους παλμούς μου, εκατό,
«αφουγκράσου».
Μη με κοιτάζεις έτσι,
δίχως κίνηση καμιά.
«Σφίξε μου τα χέρια»,
στο ζητάω απελπιστικά.
           
«Δεν σου αρμόζει»
μου είπε μια μέρα, η κακή μου μοίρα.
«Εξάλλου μια αγάπη είναι ουτοπία,
όσο κι αν φαίνεται στα μάτια σου μαγεία».
Μόνη τον δρόμο σου θα τον τραβήξεις,
δίχως αγάλματα που θα τα ζωγραφίσεις.
Έτσι είναι κόρη μου,
μην ψάχνεις γι’ άλλο δρόμο.
Άσε τα πάρκα , τα αγάλματα,
τα δάκρυα τα μεθυστικά,
δεν είν’ της μόδας σήμερα όλα αυτά,
ούτε να καίγεσαι σαν τον Βασίλη…
Το χοροστάσι που ’στεισες
εντός σου, τ’ Απριλιάτικο,
γκρέμισέ το.
Άδειασε τα «εντός» σου,
και μην ακούς τον Νίκο,
τον Αντώνη, τον Αλέξανδρο,
τον Τάσο, τη Μυρτώ,
και κάθε άλλο ποιητή ερωτικό.
           
Ονειρευόμουν ένα καράβι με άσπρα πανιά
να ταξιδεύουμε μαζί μακριά,
μέχρι να φθάσουμε στον κόκκινο ωκεανό.
Είν’ όμορφο να φεύγεις…
Να ταξιδεύεις με τ’ αμπάρια σου
γεμάτα αγάπη
και στον δικό σου Ουρανό
να φτάνει μόνο μία Κελαινώ,
στην πιο ερωτική πορεία, να σε συνοδεύει.
Η ΚΕΛΑΙΝΩ!
Πόσο αγάπησα, την Κελαινώ.
Κι εσύ την αγαπούσες,
όταν ο Μορφέας σου ’δινε αίμα
να κινείσαι, να αισθάνεσαι, ν’ αγαπάς.
Αλήθεια, τι δεν ζήσαμε χάριν του Μορφέα…
Και πού δεν μας σεργιάνισε ο καλός θεός.
Πόσες δεν ανεβήκαμε κορφές βουνών.
           
Σε σκότωσα.
Φαρμακώθηκα.
Πού να σταθώ;
Η γη δεν με χωράει.
Τα μάτια μου γέμισαν άβυσσο.
Λάθος παραμύθι γράψαμε, Άγαλμά μου.
Ίσως το πεπρωμένο να το απαιτούσε,
Ίσως…
Προσπαθώ τώρα ν’ αποδεχθώ τη συντέλεια.
Τι θ’ απογίνει η γη,
δίχως το φως της αγάπης μας;
Πόσο ν’ αντέξει κανείς
τέτοια πραγματικότητα;
Ο καημός καίει βαθιά ως το κόκαλο.
Η κόκκινη Παπαρούνα σπαρταράει στο Πάρκο.
Συναισθήματα ματωμένα και ματαιωμένα.
Πού χάθηκαν οι αμίλητες λέξεις σου;
Ω, Μοίρες δύστροπες!
Βαριά η ψυχή μου, σκοτισμένη.
Οργώνω τη νύχτα με λυγμούς,
αγγίζοντας τον λυσίκομο πόνο
στη φτερούγα του στίχου.
Ο βόγγος της ψυχής μου
ξεφεύγει απ’ τα όριά του.
Πέφτω στη γη γονατιστή.
Γιατί ρωτώ;
Ύστερα πάλι,σιωπώ.
Δεν βρίσκω λέξεις ούτε υπαινιγμούς.
Σε συνέθλιψα είδωλό μ ου
με την σιδερένια μπότα της αξιοπρέπειας.
Σε λίγο θα ξεκινήσει
η πομπή του ενταφιασμού σου
μαζί και της ψυχής μου.
Να σε φροντίζω στον Άδη…
Να σου λέω: Μη… Μη…
Πάντα υπερπροστατευτική.
Το σύνδρομο της Μάνας.
           
Η ζωή μου πλέον
θα είναι πάλι ασήμαντη
όπως πριν σε σμιλεύσω,
στης φαντασίας μου το Πάρκο
να σε στήσω
Μια μόνο ύστατη ελπίδα
θα κρατά τα μάτια μου στη γη.
Η Ανάσταση!
Λες; Λες να σε ξαναδώ στο Πάρκο,
γελαστό και πάλι, με σάρκα κι αίμα;
Ίσως…
Να ζω πιστεύοντας σ’ αυτό;
Ως τότε είδωλό μου, μες στην καρδιά μου
θε να ζεις σιωπηλό
και θα σε τρέφω με χιλιάδες σ’ αγαπώ.
           
Δεν σου είχα ποτέ εκμυστηρευθεί
πως σ’ έβλεπα συχνά στα όνειρά μου,
στην αγκαλιά μου πως κοιμόσουνα,
κι η πλάση γύρω ανάσαινε
απ’ την δική σου ανάσα.
Σου τραγουδούσα ποιήματα
που ’γραφα με το χνώτο σου
και μύρα απ’ το κορμί σου.
Ρόδιζαν της ψυχής μου οι βυθοί.
Ύστερα,
πάλι ξυπνητή μπροστά στο άγαλμά σου
με το ακίνητο κορμί
κάτω από ήλιο και βροχή
άλλοτε να κρυώνεις
κι άλλοτε να ζεσταίνεσαι πολύ.
Οι αισθήσεις μου άυλες, αλλ’ επίμονες, πιστές.
Η όσφρηση κι η γεύση πρόσμεναν.
Τι πρόσμεναν;
Τι μπορεί να προσμένει κανείς
από ένα άγαλμα,
όσο κι αν ο ίδιος το ’χει σμιλέψει;
Άψυχο το μάρμαρο.
Ωστόσο συνδαύλιζα τις στιγμές μου μαζί σου
και ευωδίαζα σε ωδές μέλινες
που αναδύονταν απ’ τα παγερά σου μάτια.
Γινόμουν γίγαντας και ψαλμός!
 
Ψυχρό τώρα το φεγγάρι των συλλογισμών μου.
Σκάβω το σκοτάδι με τα χέρια
ν’ ανοίξω δρόμους να διαβεί η ψυχή σου
την ημέρα της γιορτής των λουλουδιών
που ελπίζω ν’ αναστηθείς.
Εγώ, έκανα το χρέος μου
απέναντι στην απαίτηση της αξιοπρέπειας.
Σε σκότωσα…
Πώς με κοιτάζεις έτσι;
Τι και γιατί λυπάσαι;
Είπαμε θα πάω φυλακή,
αλλά μη νοιάζεσαι,
η ψυχή μου και εκεί,
την Ανάστασή σου θα καρτερεί.
Να πάει στο διάολο η αξιοπρέπεια.
Εκεί θα της αρμόζει.
Λέω, πως κάποια νύχτα μαγική
θα γεμίσω ξανά με χαρά
την έρημή μου την καρδιά,
πως θα μ’ αγγίξει άνεμος λυτρωτικός,
ο ίδιος άνεμος
που τα οδοφράγματα των ονείρων γκρεμίζει.
Θα ’ρθει στο Πάρκο μου ξανά,
με σάρκα, αίμα και μαλλιά,
να στεφανώνουμε μαζί την κάθε αυγή
και να χτυπάμε τις καμπάνες
για γιορτή ερωτική.
 
Ουρλιάζω…
Τα ρούχα μου σχίζω.
Χτυπιέμαι να  πονάω.
Θρηνώ με δάκρυα τ’ αιμάτου
Κι η Κελαινώ δεν βγήκε απόψε στον Ουρανό.
Ποιος να με παρηγορήσει;
Μονάχα εκείνη ξέρει το δικό μου μυστικό.
«Η ενόραση της μορφής σου
εκεί, στη θέση της πληγής,
πάνω απ’ το σημείο της ψυχής,
μέσα στην αγκαλιά μου».
Άγαλμά μου…
Θα μου λείψεις…
Το Πάρκο αδειανό.
Πες μου, με τι ψυχή τα όνειρά μου
να μαζέψω απ’ τα κύματα;
Τι θα χαϊδεύει ο ήλιος
και θα φιλάει η βροχή;
Φεύγεις… Μου φεύγει κι η ψυχή.
Δεν έχω άλλη πια αντοχή.
Πέρασαν και τα χρόνια…
Με σκέπασαν τα χιόνια.
Παρόλα αυτά,
«Προχώρα» λέει το μέσα μου,
«Πώς» απαντά τ’ απέξω μου,
«Γιατί» λένε τα χείλη μου,
«Κρατήσου» λέει η Κελαινώ..
Διαβατικός ο πόνος.
Και μέλλεται κάποια στιγμή,
το άγαλμα ν’ αναστηθεί,
η πονεμένη σου καρδιά
για πάντα να μερέψει.
Πάντα με τον καλό της λόγο η Κελαινώ.
Ξόδεψες τόσον ήλιο, τόσον άνεμο
για το άγαλμά σου.
Τι κι αν έμειναν
τα ορυχεία της αγάπης σου δίχως εργάτες.
Τι κι αν τόσο χρυσάφι, σου πάει χαμένο.
Το ψωμί σου, τα τριαντάφυλλά σου,
τα χαμένα σου θέλω.
Αναζήτησε κανόνες ζωής,
μην ολιγοψυχείς.
Με ποιον θα συνομιλεί η Κελαινώ;
           
“Άνοιξε το παράθυρο
κατά τις ορτανσίες
να ονειρευτείς…”
λέει σ’ ένα ποίημά του
ο Αντώνης Σαμιωτάκης.
Έτσι και έκανα.
Δεν φταίω, είμαι αθώα.
Πες μου για τα χαμόγελα
που έχεις φυλαγμένα.
Δείξε το φως από τα μάτια σου
Έτσι το Πάρκο φωτίσθηκε με μιας
σαν έριξα το φως μου, στα δυο σου μάτια.
Κι ούτε που σ’ άφησα ορφανό από αφή.
Κι ούτε την όσφρησή σου δίχως τ’ αρώματά μου.
Να ξέρεις όμως,
πως τις στιγμές μας στο πάρκο
δεν θα τις πνίξει κανείς.
Ούτε τα λευκά μου κεριά
π’ άναβα στο παλιό το μανάλι
κανένας θα σβήσει.
Αιώνια θα καίνε…
Αιώνια θα ξαναζώ τις στιγμές μας,
γιατί ήταν αλήθεια.
Δεν ήταν λάθος.
Ήταν πέρα απ’ την αλήθεια.
Πέρα κι απ’ το πολύ.
Πέρα από κρυφό όνειρο.
Δεν νύχτωσε ούτε άλλαξε η μέρα.
Μονάχα ώρες νύχτας έχει τώρα η μέρα μου.
Θα περάσουν…
Μες στη μέρα, μες στην αλήθεια
μες στο πολύ, θα ζει η αγάπη μου
για σένα Άγαλμά μου.
Ω, συμφορά μου.
Κοιτάζω πάλι τα συντρίμματά σου
ανάμεσα στα νεκρά σου μέλη.
Τι ήσουν;
Άντρας, Θεός ή μια ΙΔΕΑ;
Αναρωτιέμαι κι εγώ,
γιατί να σ’ αγαπώ.
 
«Σ’ ΑΓΑΠΩ»
Χιλιάδες σ’ αγαπώ
στις αλέες της σιωπής.
Ταξίδια στο φεγγάρι με έξι γράμματα,
σε αρχαίες Πολιτείες,
στα βάθη του ωκεανού,
σε άλλους γαλαξίες.
Η φαντασία του Ποιητή!
Άξιζαν…
Η χαρά με γλύκανε πολλές φορές
κι ήπια μαζί σου μοσχοστάφυλο κρασί
σε μέρες γιορτινές.
Στιγμές στο πάρκο αληθινές!
           
Ω, μη φύγεις απ’ τα ονείρατά μου
Δεν θέλω να σε χάσω.
Ας μας ενώνει ο Μορφέας,
όποτε αυτός επιθυμεί.
Θα σου τραγουδάω το τραγούδι μας
που απ’ το αίμα μου ξεκίνησε το άλικο
έφτασε στην φωνή μου,
κι έγινε μοσχοστάφυλο κρασί
γιορτή και πανηγύρι.
Αλήθεια, πώς τόση Αγάπη
χώρεσε «εντός» μου;
Μονάχα ο ήλιος  την αντίκρισε
κι η φίλη του το ξέρει, η Κελαινώ,
που της το διηγήθηκε πριν βγει τη νύχτα
στον έναστρο ουρανό.
Εφτασφράγιστο κρατάει το μυστικό.
Ποιος πήρε από ποιον το φως;
Εσύ από την Άνοιξη ή
η Άνοιξη από Σένα;
Μάτια μου σμιλεμένα,
πρόσωπό μου ολόλευκο τριαντάφυλλο,
του Έρωτα το θαύμα,
σ’ αντέγραψα από Άντρα ή Θεό
ή απ’ τον Έρωτα τον ίδιο;
Ζωή είσαι στις φλέβες μου.
Τι κι αν σε συνέτριψα,
όπως η αξιοπρέπεια το επιθυμούσε,
που με διέταξε κρατώντας όπλο φονικό
η άκαρδη, να σε συντρίψω.
«Κυκλοφορείς μέσα στις φλέβες μου σαν αίμα
κι είσαι ολόκληρο το είναι μου εσύ»,
όπως τότε που μου χάριζες
όλο τον κόσμο μ’ ένα σου βλέμμα.
 
Ασκητεύω τώρα,
στην Ιερή Μονή του Πόνου,
με ηγουμένη την Αγία Φθορά.
Μεταλαβαίνω την ανάμνησή σου
κι ύστερα, αντίδωρο τη θλίψη.
Με το φονικό όργανο της λογικής
που σε σκότωσα, γονατίζω
στην ιερή γη του Πάρκου
και κοιτάζω τον ήλιο.
Σκύβει το κεφάλι του μελαγχολικός κι αυτός
μπροστά στο συντριμμένο σου σώμα.
Τον προδώσαμε…
Αγαπούσε πολύ την εικόνα μας.
Εσύ άτεγκτο ευθυτενές άγαλμα,
κι εγώ στα πόδια σου
ν’ αγγίζω τα τρυφερά πέταλα της παπαρούνας,
που πότιζα με δάκρυα πόθου στα ριζά σου.
Στη θέση σου τώρα, ένα τριζόνι μοιρολογεί,
και κλαίει το φεγγάρι.
Η παπαρούνα έγειρε τον μίσχο της,
τα δάκρυά μου περιμένει.
Μόλις σε θάψω, στο πάρκο θα γυρίσω,
στην Ιερή Μονή τ’ Άγιου Πόνου που ίδρυσα,
ν’ ανάβω τα χλωμά μου τα κεριά
σ’ εκείνο το παλιό το μανουάλι,
κι απ’ την πληγή μου που αιμορραγεί,
η παπαρούνα μας θα ζει.
Ίσως το πούνε ουτοπία οι αξιοπρεπείς,
μα ο ευαίσθητοι θα πούνε, τι μαγεία!
 
Η λευκότητά σου εισχωρούσε
μες στα φυλλώματα των ενστίκτων μου
κι έσφιγγα το στήθος μου σφιχτά
μέχρι που να ματώσει..
Φοβόμουν…
Είδωλο της ψυχής μου!
Ναι, φοβόμουν.
Δεν είχα άδικο.
Δίχως ανταύγειες πλέον, τί λέω;
Ω, να μπορούσες να φωτίσεις την ψυχή μου.
Έχω αφήσει ανοιχτά τα παραθύρια,
και το μανάλι το παλιό
γεμάτο με λευκά κεριά,
το φως σου πάντοτε θα περιμένει.
Το φως σου που με την φαντασία μου έπλασα,
μαζί με το κορμί σου, το όμορφο κεφάλι σου,
τα χέρια σου! Τα πόδια σου!
Έναν θεό ή έναν άγγελο;
Ένα φεγγάρι να ανάβει τις λαμπάδες μου.
 
Το θάρρος μου, έχασα
και κάθομαι να δικασθώ για έγκλημα.
Την παγερή την τιμωρία για εξιλέωση,
τη νοιώθω να με σφίγγει σαν τανάλια.
Εγώ, που έκανα πεντάχορδη τη λύρα μου
και σου τραγούδαγα, τραγούδια αγαπημένα,
εγώ, που άνοιγα φτερούγες
και σου σκέπαζα τις πλάτες,
από των πονηρών τα βέλη να σε προφυλάξω.
Εγώ που γέμιζα του πάρκου τις πηγές νερά,
να θρέφονται τα δένδρα του,
στον ίσκιο τους δροσιά να βρίσκεις.
 
Τι νύχτα κι αυτή!
Πνίγεται σε λίμνες στοχασμών μωβαλιές.
Οι ώρες περνούν βασανιστικές,
άδειασε και το πάρκο από ποιητές
κι ούτε οι παπάδες κάνουν προσευχές.
Στέρεψαν της ευδαιμονίας οι πηγές.
Μονάχα δάκρυα που καίνε
και σκάβουν το κορμί βαθιά ως το κόκαλο.
Ας μη γίνουν άλλα εγκλήματα.
«Έλεος…»
Από το τελικό του σίγμα
κρατιέμαι απελπισμένα.
Όχι άλλες ουλές στη ραχοκοκαλιά μου.
Φέρτε μου σας παρακαλώ,
το όχημα του στοχασμού,
του πόνου και της θλίψης,
του γήινου εξαγιασμού,
να περιπλανηθώ στον ουρανό, να λυτρωθώ.
Τα κύτταρά μου να υποτάξω,
να μην ηχούν ερωτικά.
Μα, φταίνε οι καμπάνες
που συνεχίζουν προσκλητήρια πανηγυρικά
και… Τρελαίνομαι.
Είσαι και συ στη γη
μ’ αυτά τα πελώρια μάτια, όλο παράπονο.
Σου το είπα: Μου το επέβαλλε η αξιοπρέπεια,
δεν ήθελα να σε σκοτώσω.
 
Σου ’γραφα στιχάκια
και σου τραγουδούσα
τις νύχτες που τα πόδια σου αγκάλιαζα
και μ’ άγγιζε η παπαρούνα.
            «Τα μάτια μου, στα μάτια σου,
            βαρκούλα κολυμπάνε.
            Παίζω με τους αγέρηδες
            που γύρω σου φυσάνε.
 
            Κοιμήσου αγγελένιε μου
            στης μοίρας σου τον κόρφο,
            ταξίδεψε στο όνειρο
            μες στον δικό μου πόθο».
Κι έπαιρνε ο Μορφέας τα στιχάκια μου
σου τα ’φερνε στο πάρκο
και σ’ αποκοίμιζε γλυκά.
Σαν ξύπναγες με έψαχνες.
«Που είσαι,
σαν μάνα μου να με κοιτάς,
μαζί μου να πονάς;».
Της μοναξιάς με κατατρώει το σαράκι.
Σαν θα ’ρθεις, να μου κρατάς
το πι’ όμορφα χαμόγελά σου.
Έλα να με ντύσεις χαρά
και να μου πεις τραγούδι της αγάπης
με τη φυσαρμόνικά σου.
Έλα να μου φορέσεις τ’ άσπρο μου σακάκι
να πάμε ένα περίπατο μαζί,
πιασμένοι χέρι, χέρι.
Μονάχα συ με τη φαντασία σου
μπορείς να με μετακινήσεις, μέχρι
που να χορέψω και ταγκό,
ψηλά να σε σηκώνω ως τον ουρανό
και να χορεύουμε ως το πρωί
μέχρι η οπτασία μας να κλείσει.
 
Συνέχισα και σου ’γραφα
τα πι’ όμορφα στιχάκια
στον Παρετζόγλου τα ’δινα
τα ’κανε τραγουδάκια.
 
            Το κορμί σου με μύρα
            έλα να πλύνω
            να γεμίσω ποτήρια
            να μεθάω, να σβήνω.
 
            Να χορεύω να χάνομαι
            στων ματιών σου τους χάρτες
            να με καίνε οι ανάσες σου
            στο κορμί μου επιβάτες.
 
            Το κορμί σου με μύρα
            Άγαλμά μου θα πλύνω,
            στον παλμό της δροσιάς του
            σαν αυγή ν’ ανατείλω.
 
            Να χορεύω να χάνομαι
            στην λευκή αγκαλιά σου,
            να κρεμιέμαι στους πόθους σου
            να μετρώ τα φιλιά σου.
 
Εκεί μέσα στο όνειρο
που ’χτισα με αρώματα
και άναψα φωτιά
και τα εξουσιάζω όλα,
μακριά απ’ τη γη
κι έπαιζε όλη μέρα η βιόλα.
Πάνω απ’ τα σύννεφα
μα κάτω απ’ τον ουρανό,
λεύτεροι ταξιδεύαμε
για αόρατη ένωση
μ’ αόρατα στέφανα,
δίχως ψαλτάδες
κόσμο και παπάδες,
για να ζήσουμε μαζί,
σ’ οντότητα θεϊκή,
χρώματος γαλάζιου
σε θέση τιμητική.
Νους με νου,
σκέψη με σκέψη, βαθιά «συνημμένα»
Αλλά…
Ακούστηκε το τραγούδι του «ανεκπλήρωτου»
κι άρχισαν να μαραίνονται
και να σκορπίζονται
τα φύλλα των δένδρων του πάρκου.
Ξύπνησα…
Φοβήθηκα μη σου χωθεί
γυμνό κλαδί στα μάτια.
Στα μάτια σου!
Γέμιζα τις χούφτες μου απ’ τα μάτια σου
και περίμενα να περάσει η θύελλα.
Ω, φως μου!
Ήθελα να σε σώσω,
το κορμί σο τ’ αγαλμάτινο, ΕΣΕΝΑ.
Ήταν ΛΑΘΟΣ;
 
Πόσο γλυκό το δειλινό
στο πάρκο μαζί σου.
Μ’ εύρισκε στο κορμί σου
σφιχτά να το κρατώ,
και μ’ ένωνε με το γλυκό του
το χρυσοκόκκινο φως.
Κυλούσε το τραγούδι μου γλυκά
μέσα στις φλέβες σου τις μαρμαρένιες
κι εγώ τρυγούσα ευδαιμονία.
Έπλεκα τα μαλλιά μου με κορδέλες
κόκκινες και ροζ
κι ερχόντανε το μισοφέγγαρο
και στόλιζε το ντεκολτέ μου.
Κι εσύ, καμάρωνες…
Μα τι μάτια ήταν αυτά!
Άψυχα ήταν ή γεμάτα φωτιά;
Ω, Άγαλμά μου πώς να σε ξεπεράσω;
Πες μου πού να βρω κρασί
να πιω να σε ξεχάσω;
Κοίτα… Να, δάκρυσε κι ο ήλιος,
το φεγγάρι και η Κελαινώ.
 
Καμάρωνες…
Σ’ έντυνα στα λευκά
κι έμοιαζες μ’ άγγελος,
άγγελος με λευκό σακάκι
και λευκό καπέλο.
Ακουμπούσα στα χέρια σου
τα δικά μου τα «θέλω»
και συ μοσχοβολιές έσπερνες
«εντός» μου.
Ήταν τόσο όμορφα έλεγες,
αγγελικά πλασμένα.
 
Έτσι απλά σε κοίταζα
και ταξίδευα στον Παράδεισο,
στην αγκαλιά του ασύλληπτου,
στις φτερούγες της ηδονής…
Άγγελος και Γυναίκα!
Θάλασσα και φωτιά!
Στα μαρμάρινα χέρια σου
κρατούσες με δύναμη
άνοιξης ορχήστρες
και εξέπεμπες θαλπωρής πλημμύρα.
Την αρμονία του κορμιού σου
τύλιγα με καντρίλιες
κι εκείνο ακτινοβολούσε…
Έρωτα γεννούσε.
Το πάρκο γέμιζε φωνές
από γοργόνες
που ’βγαιναν στην ξηρά
νομίζοντας πως είσαι
ο Μέγας Αλέξανδρος.
Κι οι φιλαρμονικές
από τις γύρω περιοχές
πλημμύριζαν με νότες τον αγέρα.
Τώρα, γονατιστή αμίλητη
μπρος στα συντρίμμια σου
με μάτια πικρά
γεμάτα ερωτηματικά,
κλαίω τραγουδώντας.
Με κοιτάζεις με λύπη.
Θέλεις να μου πεις:
«Άγγελε μην κλαις…
Βγες απ’ τα στενάδια της απελπισίας».
Αφού, έπρεπε…
 
Έτσι απλά δε σου μιλούσα,
γιατί σε αισθανόμουν.
Δεν σε ρωτούσα γιατί σε ένοιωθα.
Δεν σε άκουγα…
Χιλιάδες μελωδίες
συνωστίζονταν στ’ αυτιά μου.
Δεν σε θωρούσα
γιατί έπρεπε να σχίσω την καρδιά μου.
Αν μου ’πεφτες και χτύπαγες;
Όλο μια μάζα ήσουν μέσα μου
γαλήνιο και δροσερό.
Κολυμπούσες στο αίμα μου
και γέμιζε ευδαιμονία η υπόστασή μου.
 
Τώρα ουρλιάζω…
«Ζωντάνεψε άγαλμα,
σ’ έχω ανάγκη.
Ήσουν μια αιτία να υπάρχω…»
Τώρα,
δίχως πλεύσεις στο όνειρο;
Τιμωρία μου η ακινησία;
Και το ταξίδι που λογάριαζα
στ’ απέραντο Αιγαίο;
Έλα τώρα, συγχώρεσέ με
και ζωντάνεψε…
Γίνε άντρας, σου πάει.
Θα μοιάζεις στον Μ. Αλέξανδρο.
Έλα τώρα… Αφού….
 
Η μνήμη μου δεν θ’ ατροφήσει ποτέ,
στο υπόσχομαι.
Τ’ απομεσήμερο θα ψάχνω τη φιγούρα σου,
σκιά στα σημάδια σου,
χαρακιές στην ψυχή μου.
Ήταν το μερτικό στον πόνο
για μένα, αρκετό.
Το δέχθηκα, ήταν απ’ τον Θεό.
Εξάλλου δεν είμαι η μόνη
που πορεύεται στις μέρες της
με πόνου σπαραγμό.
Φραγμένα της ευτυχίας
και για μένα τα μονοπάτια
Είμαι και άχαρη, δειλή
και δύναμη δεν έχω,
τραγούδια για να γράφω
και να σε θρηνώ,
πάνω στο χώμα που θα σε σκεπάζει.
Εσένα, μια ιδέα, έναν παλμό,
του κεντρικού αισθησιακού μου συστήματος.
Μια κολώνα από πεπιεσμένα θαυμαστικά.
Ένα κλειδί της πόρτας του νου,
της φαντασίας μου.
Εσύ, μια εικόνα δυνατή
μέσα στα μάτια μου ασημοκολλητή.
Εσύ, γεννήτορας ύλης μαγικής, άφθαρτης,
που μετουσιώνεται σε αίσθημα βαθύ
«εντός» μου.
 
Θα εξαφανισθείς.
Θα ’ρθουν και θα σε πάρουν.
Μα η ψυχή σου, (άρα είχες ψυχή
κι ας ήσουν άγαλμά μου)
θα μείνει εδώ,
θα καρτερώ, σμίξιμο θεϊκό
δίχως μαρμάρινο κορμό
και παγωμένο βλέμμα.
Ν’ αναδευθεί και πάλι
το δειλινό μου φως,
κι οι στίχοι μου ξανά
θα πάρουν μορφή χρυσής βροχής,
εκεί που νόμιζαν πολλοί πως θα χαθούν.
Θ’ ανοίξουν πάλι οι εκκλησιές
και οι παπάδες θα φορέσουν
τις χρυσαφιές τους τις στολές.
Θα στολισθούν για γάμο,
με πέπλα ρουμπινιά οι ψυχές,
θα σμίξουνε για πάντα.
Ανήμποροι, το φεγγάρι και η Κελαινώ
Να σας χαρώ!
Τι όμορφο ζευγάρι!
Ψυχή μου δεν τους κάναμε τη χάρη.
 
Θα μαδήσω τον ήλιο αχτίδα-αχτίδα,
να συγκεντρώσω υλικό,
φωλιά να χτίσω στον ωκεανό,
εκεί που τα συντρίμματά σου θα σκορπίσω
να πάνε στον βυθό,
να ’ρχονται οι γοργόνες να θρηνούν
την ομορφιά σου τη χαμένη.
Εγώ, μες στη φωλιά
την ψυχή σου θα σφιχτοκρατώ
γιατί αυτή μου ανήκει.
Εγώ σου έδωσα ψυχή
Άγαλμα ήσουν μόνο.
Εγώ, τις νύχτες σου ’δινα κίνηση
σάρκα, αίμα, χαμόγελο
και χόρευες και τραγουδούσες
για μένα μόνο.
Νομίζουν όλοι πως έχασα,
πως δεν δοξάσθηκε η αγάπη μας.
Με σπρώχνουν στο εδώλιο οι δικαστές,
μα δεν φοβάμαι, όχι.
Ποιο το αμάρτημα;
Γιατί μια τιμωρία;
Λένε πως το μοντέλο που αντέγραψα
ήτανε ξένο, από του θαυμασμού
τη χώρα αρπαγμένο.
Μα, ο θαυμασμός κι αυτός δικός μου ήταν.
Ψάχνουν να βρουν άλλο αμάρτημα,
τάχα πως δεν σεβάστηκα νόμους ενάντιους.
Ένοχη ή όχι;
 
Αν μπορούσες εσύ να μου πεις…
Θέλουν να με καταδικάσουν
σε «συναισθηματικό αποκλεισμό».
Τον κακό τους τον καιρό.
Τι να πω…
Στα μάτια μου κρατώ
το βήμα που σου έδινα
σαν κύλισμα τ’ ανέμου,
την φωνή σου, πηγή ανατριχίλας.
Τα μάτια σου, γεμάτα γραφές.
Και ζω.
Ζω.
Μπορεί με τη συντριβή σου
να ματαιώθηκαν οι νύχτιες εκδρομές
σ’ εξωτικές ονειροχώρες.
Μα τα αισθήματά μου όμως, όχι.
Απλά ματαιώθηκαν.
Θα τα γιατροπορέψω και θα ζήσω
μαζί με την ψυχή σου
στις ακτές του φεγγαριού μας.
Όσο για το κώνειο που μου πρόσφερε
η δήθεν «αξιοπρέπεια»,
θα το πιω να γίνω ψυχή.
Άϋλοι κι οι δυο,
δίχως σάρκα και αίμα.
 
Με δηλητηριάζουν,
γιατί είμαι ΓΥΝΑΙΚΑ
γιατί είμαι ΑΓΑΠΗ.
Οι φονιάδες…
Δεν γνωρίζουν βλέπεις
καθόλου, οι αγράμματοι,
τη γλώσσα των αισθημάτων.
Το θέμα είναι ένα,
πως ευλογηθήκαμε και ήπιαμε κρασί
από τον ίδιο αμφορέα.
Πως οι μουζικάντηδες
στα πανηγύρια μας στο πάρκο
δεν έπαιζαν νότες λανθασμένες,
πως ήταν μοσχοσταφυλένιο το κρασί
απ’ το παλιό,
για μας απ’ την αγάπη φυλαμένο.
Μεθούσαμε…
Σφυρίζαμε τραγούδια
καταμεσής τ’ ωκεανού.
Αστέρια γεννούσαμε,
με της ψυχής σου τον σπόρο.
 
Στην άχνα του καφέ
στον καπνό του τσιγάρου μου
πνίγω τις λέξεις μου.
Πρέπει να το κάνω.
Πρέπει ν’ αντέξω
ως τον επόμενο καφέ
ως το επόμενο τσιγάρο,
ώσπου να κινηθεί το χαμόγελό σου,
απ’ τις θαμπωμένες θύμησες,
να το πιω όλο μονορούφι,
όπως συνήθιζα.
Θέλω να ξεκολλήσω
απ’ τις τραυματισμένες λέξεις μου
Μάτωσε το στόμα μου.
Κουράστηκα.
Θα κλάψω τώρα να τις λούσω,
να λυτρωθώ.
Μα, μήπως πληγώσω το νου μου.
Τον θέλω υγιή για να σε σκέφτομαι.
Τότε, αρχίζω τις κραυγές.
Να έτσι:
Σ’ ΕΝΙΩΣΑ, Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ, ΕΖΗΣΑ.
Θα γδάρω το λαρύγγι μου, ε;
Τότε, να πέσω στην απόλυτη σιωπή.
Ίσως να κοιμηθώ.
Τα μάτια μου, γεμάτα πόνο, βαραίνουν.
Η ψυχή μου, λιγοθυμάει.
Μου λείπεις.
Κλαίει κι ο ουρανός.
Γελούσε όταν (νόμιζε πως) γέλαγες,
εκεί στο πάρκο, τόσες νύχτες,
τόσες μέρες, τόσα απόβραδα.
Πού μ’ αφήνεις απόκληρη της χαράς,
μετέωρη στην ανάσα του σκοταδιού;
Λυπήσου με και αναστήσου.
Έτσι γίνεται πάντα στις δυνατές αγάπες.
Λυπήσου με.
Σε χρειάζομαι.
Το κόκκινο τραίνο που ζωγράφισα
μας περιμένει επιβάτες.
 
Μη σ’ ανησυχεί κανένας φόβος.
Υπάκουσε στην ακράτητη αγάπη μου.
Χιονοστιβάδα πέρα απ’ τ’ αδύνατο.
Έλα να βλέπεις το σύμπαν
πάνω απ’ τον ώμο μου.
Να πετάμε μαζί πάνω από εδάφη και ουρανό,
κρατώντας τα σκήπτρα της δύναμής μας,
στων επιθυμιών μας τα χωράφια.
Κυρίαρχοι του αδύνατου.
Δύτες στη γοητεία της ενοχής.
Σκλάβοι της παράφορης αγάπης.
Στα χωράφια μας σκόρπιζα χιλιάδες εικόνες.
Χιλιάδες κεριά άναψα
για να κατοικούμε εμείς, θεοί,
στον δικό μας κόσμο πληρότητας,
μακαριότητας, αρετής.
Στον κόσμο του ιδεατού.
Ψυχές ευλογημένες.
Πρέπει να ζήσουμε, μ’ ακούς;
Συγχώρεσέ με κι αναστήσου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες
σε μοιρολογώ.
Η ζωή είναι το πι’ όμορφο παιχνίδι,
δεν είναι ουτοπία,
ούτε η αγάπη μας… Λοιπόν;
Αναστήσου.
Μετάνιωσα.
Θα κοιμόμαστε στην πηγή του ονείρου.
Στο λυκόφως που αναρριχάται προς τον μύθο.
Θα γενόμαστε καθάριο νερό, χαρούμενοι.
Οι ημέρες μας θα τρέχουν
ανάμεσα στις ζωγραφιές
που σκόρπισα στη γη μας,
στη δική μας γη,
όπου το παιχνίδι των συγκινήσεων
έχει τη δύναμη του γρανίτη
και τη λεπτότητα του εφήμερου φτερού.
Τα μάτια μου κουράστηκαν
να κοιτούν τα συντρίμμια σου.
Κουράστηκα να γυρίζω στις μνήμες μου.
Πιστεύω στο μεγαλείο μιας νέας αρχής.
Ακούω, απάντησέ μου.
Διαλύομαι σε παράλογη υπερβολή,
σκεπτόμενη πως μπορούμε να περάσουμε
στην ευλογημένη αρμονία,
στην αιωνιότητα που μας γέννησε.
Έλα να καθίσουμε,
κάτω απ’ το δένδρο της τόλμης
ενωμένοι με την κληρονομιά των λαθών,
να εξομολογούμε το γλυκό φως
που θα περιλούζει τη γη μας.
Ποιος ποιητής έγραψε πως εμείς
οπωσδήποτε δεν μπορούμε να είμαστε…
 
Λάθη, χωρίς απολογίες,
φλόγες τύψεων της συνείδησης,
βλέπουσες σκέψεις,
κι ανάμεσά τους, χιλιάδες καμπαναριά
τρελά να κωδωνίζουν.
Τρελαίνομαι.
Θεέ μου, ας αναστηθεί το χαμόγελό σου
το συντριμμένο του παράστημα.
Διψάω για συγχώρεση.
Ζωντάνεψε, άγαλμα.
Οδυνηρά καταπιέζομαι
απ’ την πέτρα της πραγματικότητας.
Οδυνηρά πονάω απ’ τ’ αγκάθι
που παραμένει στη σάρκα μου
απ’ τ’ άγγιχτα τριαντάφυλλα
των αισθήσεών μου.
Άκουσε το κάλεσμα
απ’ τις ζωγραφιές που σκόρπισα.
Όλες, μα όλες, με μια στοργική αγκαλιά
σε βυσσινί φόντο, σε περιμένουν.
Κι εγώ, που ’μαθα να σ’ αγαπάω,
πώς να σκορπίσω τα συντρίμμια σου
στον ωκεανό;
Σε παρακαλώ, έλα
να γεμίσουμε ζευγαρωμένα φιλιά το άπειρο.
 
Όλα φωνάζουν.
Γύρνα στο πάρκο ξανά.
Αγγίζω την παπαρούνα
εκεί στα ριζά σου Άγαλμά μου.
Είναι μονάχη όπως κι εγώ.
Εκεί που άκαμπτο
το λευκό μαρμάρινο σου σώμα,
μεγαλόπρεπα ατενίζει το άπειρο.
Εκεί που σπρώχνονται τα φιλιά μας
να καταλάβουν μια μικρή θέση.
Τι να πεις;
Η Αγάπη κι Εγώ, μόνες μας ξαγρυπνάμε
σε γιαπιά δυτικών προαστίων.
Μ’ αναμμένη της προσμονής τη φωτιά,
σπρώχνουμε τη συμφορά
να τσακιστεί, να φύγει.
Σχίζουμε με μανία τα σκούρα φορέματα
της Μοναξιάς.
Ψάχνουμε μες στο πέλαγος
το πνιγμένο φεγγάρι να το πιούμε.
Λέμε πως η ζωή
θα μας κάνει τη χάρη.
Θα ’ρθει καράβι να μας πάρει.
Γι’ αυτό τραγουδάμε
μισομεθυσμένες, μισοξυπνητές.
Στυφό το κρασί
Πίνουμε, πίνουμε, πίνουμε,
δίχως να πατάμε στη λογική.
 
Θα ’ρθει καράβι να μας πάρει;
Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη
 

 

Κάλημέρα, μ'ένα ολιγόστιχο ποίημα

$
0
0



 
Ποίημα της Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη
με επεξεργασία εικόνας από τη Μαρία Ζαλώνη
 

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΙΧΟΣ και η εξέλιξή του από τον 10ο αιώνα μέχρι σήμερα

$
0
0





Κριτικό σημείωμα για τη δοκιμιακή μελέτη και ανθολογία
της Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη: «Ο Ελληνικός στίχος και η εξέλιξή του από τον 10ο αιώνα μέχρι σήμερα», εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, 2015
του ΛΑΣΚΑΡΗ  Π.  ΖΑΡΑΡΗ

    Η Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη εξέδωσε την παρούσα δοκιμιακή μελέτη, που αποτελεί καρπό σοβαρής έρευνας και διαρκούς αγάπης για την ευγενέστατη των τεχνών, την ποίηση. Το έργο παρέχει σημαντικές πληροφορίες, σταχυολογημένες από το διαδίκτυο (Βικιπαίδεια) και από ποικίλη βιβλιογραφία. Η συγγραφέας, από τη θέση της προέδρου του λογοτεχνικού σωματείου «Ξάστερον» και της διευθύντριας του λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ», βρίσκεται σε άμεση επαφή με τις εξελίξεις που έχει να παρουσιάσει η ποίηση τού παρελθόντος αλλά και η σύγχρονη ποίηση. Η ίδια, εξασκούμενη ποιήτρια και ανοιχτή στους οραματισμούς για βελτιστοποίηση του υλικού που συνθέτει κάθε ποίημα και της αντίστοιχης φόρμας που το αναδεικνύει, τοποθετεί το λιθαράκι της στο ευρύτερο από τα εγχώρια δεδομένα ποιητικό εποικοδόμημα.

   Στο βιβλίο της την απασχολούν η ιστορική εξέλιξη του δεκαπεντασύλλαβου στίχου, που αποτελεί τον εθνικό μας στίχο και όπως έγραψε ο Σεφέρης γι’ αυτόν: «το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας», και η εμφάνισή του στη βυζαντινή ποίηση μέχρι να φτάσει στο σημείο να επικρατήσει ως ομοιοκατάληκτος στίχος στην Κρητική λογοτεχνία, από τον Στέφανο Σαχλίκη. Τα προερχόμενα από την Ευρώπη, μετρικά και ρυθμικά συστήματα, όπως το θαυμαστό σονέτο -Πετραρχικό και Σαικσπηρικό-, η Γαλλική Μπαλάντα και άλλα εξασκούν μεγάλη γοητεία στον δημιουργό που τείνει να δοκιμάζει τις ικανότητές του μέσα από μια καθορισμένη ποιητική μορφή, δίνοντας στο αναγνωστικό κοινό τουλάχιστον επαρκείς στίχους, για να μην πω αξιομνημόνευτους.

   Το ευρύ πεδίο τής παραδοσιακής ποίησης αναλύεται διεξοδικά με τις στέρεες απόψεις και την εμπεριστατωμένη γνώση της Παναγιώτας Ζαλώνη, η οποία δίνει «οδηγίες προς ναυτιλλομένους», μερικές ποιητικές συμβουλές, ώστε να χρησιμοποιήσει κάθε εραστής της ποίησης -αρχάριος ή μη- στην πορεία του για την ποιητική του ωριμότητα. Επισημαίνει χαρακτηριστικά λάθη και κακοτοπιές στις οποίες συνηθίζουν να πέφτουν οι καινούργιοι ποιητές, αξιοποιώντας την ιδιότητά της ως κριτικού στους διαγωνισμούς του «Κελαινώ» και όχι μόνο. Η συγγραφέας περιδιαβαίνει -μέσω των τελευταίων αιώνων- τα ποιητικά ρεύματα και τις σχολές που ενστερνίστηκαν οι δημιουργοί για να σχηματίσουν τον ποιητικό τους λόγο, άλλοτε πιστοί σε όλες τις αρχές που απαιτούσαν, άλλοτε υιοθετώντας μια πιο διαλλακτική στάση εκμεταλλευόμενοι τα θετικά στοιχεία κάθε σχολής και απορρίπτοντας τα αρνητικά.

   Ο χειρισμός του θέματος από τη συγγραφέα, με βοήθησε να λύσω ορισμένες απορίες που είχα συγκεντρώσει στο μυαλό μου διαβάζοντας στο παρελθόν συγγράμματα που αφορούσαν τη ρυθμομετρική ποίηση, σε μια χρονική περίοδο που προσπαθούσα να ανακαλύψω καινούργιες μορφές έκφρασης, πέραν του ελεύθερου στίχου. Κι έτσι υπέπεσα στο λάθος να συνθέσω ιαπωνικής προέλευσης συμπυκνωμένα στιχουργήματα -δηλαδή Χαϊκού-, με ομοιοκαταληξία, κάτι που διευκρινίζει η συγγραφέας στη σελίδα 112 του βιβλίου ότι πρέπει να αποφεύγεται, εκτός αν χρησιμοποιείται σε ενδιάμεσες θέσεις, δημιουργώντας συνηχήσεις και παρηχήσεις, χαρακτηριστικό που θεωρείται αποδεκτό στα Χαϊκού.

   Το γεγονός ότι η συγγραφέας δεν παίρνει ολοκληρωτικά το μέρος ούτε της παραδοσιακής ποίησης, ούτε της νεωτερικής ποίησης αποτελεί το κυριότερο πλεονέκτημα του βιβλίου. Αποκαλύπτει με ευαισθησία ότι το κάθε είδος έχει τις δικές του απαιτήσεις και ο δημιουργός δεν πρέπει να υποπίπτει στην ευκολία, αλλά χρησιμοποιώντας την ελευθερία και τη γνώση των ποιητικών μορφών να συνθέτει αξιόλογα έργα. Ακόμη και διαμέσω του ελεύθερου στίχου να δίνει αισχυντηλά ποιήματα (όπως γράφει στη σελίδα 137), ποιήματα δηλαδή που δεν ξεγυμνώνονται ολότελα ποτέ, θεωρώντας αυτό ακριβώς ως βασικότερο κριτήριο για τη σύνθεση ποιοτικού ελευθερόστιχου ποιήματος.

   Η Παναγιώτα Ζαλώνη συμπληρώνει τις θεωρητικές γνώσεις που μας προσφέρει, με παραδείγματα διάφορων ποιητικών μορφών στις οποίες μεγαλούργησαν οι αθάνατοι ποιητές του παρελθόντος (Λορέντζος Μαβίλης, Κώστας Ουράνης, Κωστής Παλαμάς, Κώστας Καρυωτάκης, Γεώργιος Σεφέρης και άλλοι), αλλά και παραδείγματα αξιόλογων σύγχρονων ποιητών (όπως ο Γεώργιος Πετρόπουλος) που ακολουθούν τα χνάρια των παλιών, και όλα αυτά με τρόπο που μπορούν να αφομοιωθούν κατάλληλα οι προϋποθέσεις κάθε ποιητικής μορφής.

   Κατά την άποψή μου, ο άμεσος και απώτερος στόχος της Παναγιώτας Ζαλώνη έχει επιτύχει, όπως περιγράφει στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης: «Προσπάθησα να συμπτύξω τα θέματα σ’ ένα βιβλίο εύχρηστο για τους εργάτες της ποίησης και ιδιαίτερα τους αρχάριους, οι οποίοι αργότερα μόνοι τους θ’ αναζητήσουν περισσότερες πληροφορίες». Πράγματι, η παρούσα μελέτη αποτελεί το ιδανικότερα κέντρισμα του ιδεολογικού, πνευματικού και συναισθηματικού πεδίου των δημιουργών και αυξάνει το ενδιαφέρον τους για περαιτέρω διερεύνηση στη συγκεκριμένη μορφή που τους γοητεύει και επιθυμούν να εξασκηθούν, ή απλώς να εντυπώσουν στη μνήμη τους μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο «ποίηση» και τις λεπτομέρειές του, κρυφές ή φανερές. Σίγουρα η γνώση εξασφαλίζει μεγαλύτερη ελευθερία και δυνατότητα χειρισμού τού ποιητικού υλικού, πέρα από το προσωπικό ταλέντο.

   Στο τέλος του βιβλίου, ανθολογούνται σύγχρονοι ποιητές (της γενιάς του 2000 και μετά), προκειμένου η μελέτη των ποιημάτων τους να καταστεί γόνιμος διάλογος με το ποιητικό σύμπαν κάθε δημιουργού και να εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα για το πού κατευθύνεται η ποίηση σήμερα, ποιες αρχές την επηρεάζουν, ποιοι παράγοντες την καθορίζουν. Και το βασικότερο όλων -κάτι που μας προτρέπει εμμέσως η συγγραφέας μεταχειριζόμενη με μετριοπάθεια το ποιητικό φαινόμενο- να αποφεύγουμε τις αβασάνιστες ρήσεις που μόνο κακό κάνουν στην ποίηση, και να σκύψουμε με σεβασμό στη μελέτη της.  Λ. Ζ.  14/06/2015


 

Προκήρυξη 1ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Τέχνης από τον Ε.Π.Ο.Κ.

$
0
0




Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων
 
Jun 25, 2015 03:00 am
 
Ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.) προκηρύσσει τον 1o Παγκόσμιο Διαγωνισμό Τέχνης (Αγιογραφίας, Ζωγραφικής και Φωτογραφίας). Ο Διαγωνισμός λήγει στις 31 Οκτωβρίου 2015, ενώ δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι όσοι είναι μέλη του συλλόγου, εντός και εκτός Ελλάδος, διαμένοντες ελληνόφωνοι, ανεξαρτήτως ηλικίας. Όσοι δεν είναι μέλη γράφονται αυτόματα με την υποβολή του έργου τους και την ταυτόχρονη κατάθεση 10€ (Λογαριασμός Τράπεζας Πειραιώς 5073-064599-262). Οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να συμμετάσχουν με δύο έργα για καθένα από τα τρία είδη τέχνης. Οι φωτογραφίες που θα σταλούν στο διαγωνισμό πρέπει να έχουν ως θέμα το Κυπριακό ή Ελληνικό τοπίο.
 
Κάθε έργο πρέπει να σταλεί μαζί με ένα σύντομο βιογραφικό του διαγωνιζόμενου/καλλιτέχνη και μια σύντομη περιγραφή του έργου. Η γραμματοσειρά που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το βιογραφικό και την περιγραφή του έργου είναι “Arial” με μέγεθος γραμμάτων 12. Οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να στείλουν ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) στο kypriakosellinismos@yahoo.gr το οποίο να περιέχει τα εξής στοιχεία: 
 
• Ονοματεπώνυμο
• Ψευδώνυμο
• Τίτλο και είδος του έργου
• Διεύθυνση κατοικίας (με Τ.Κ.)
• Τηλέφωνο επικοινωνίας (Σταθερό και κινητό)
• Προσωπικό email επικοινωνίας
• Σύντομο Βιογραφικό
• Σύντομη περιγραφή του έργου
• Συνημμένη εικόνα (μεγάλης ανάλυσης) του έργου σε μορφή .jpeg ή .png
 
Εάν μια συμμετοχή δε διαθέτει κάποιο από τα παραπάνω στοιχεία, αυτομάτως θα απορρίπτεται. Θα απονεμηθούν 3 Βραβεία και 3 Έπαινοι για κάθε είδος τέχνης. Όλοι όσοι λάβουν μέρος και βραβευθούν θα λάβουν αναμνηστικό δίπλωμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου/email. Επίσης, τα βραβευμένα έργα θα προβληθούν στην εφημερίδα μας, «Κυπριακός Ελληνισμός». Τέλος, μπορείτε να ενημερωθείτε για οτιδήποτε σχετικό με τον Ε.Π.Ο.Κ. και την πορεία του διαγωνισμού στην ιστοσελίδα μας, www.epok.gr, όπου και θα ανακοινωθούν οι νικητές περίπου ένα μήνα μετά τη λήξη του διαγωνισμού.

ΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ Νο 53

$
0
0







                   

ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ Νο 54

$
0
0


ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

του Σωτήρη Ε Γυφτάκη



Ο Εκατοντάχρονος έφηβος από την Αρκαδία. Εκατόν δύο  χρόνια από τη γέννησή του και λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του



            ΕΛΠΙΔΑ

 « Όταν βραδιάζει  φίλοι αγαπημένοι
ο Βάρναλης, ο Λεκατσάς, ο Ρίτσος
ο Κορδάτος, ο Βρεττάκος, ο Λουντέμης
έρχονται στο κελί μου να με επιπλήξουν
να μου συμπαρασταθούν.

Γιατί παραπονιέσαι;  Σε όλη σου τη ζωή
βρέθηκες πάντα στις προφυλακές του αγώνα
δίπλα μας. Και τώρα απόμαχος  δε σταματάς.
Σε ώρες ράθυμες αναμετράς τα λάθη σου
τις λιγοστές επιτυχίες της ζωής
και τα πολλά σου όνειρα.
Δεν την απαξιώνεις. Την τιμάς
Και φεύγεις ήρεμος αφήνοντας
δώρο πολύτιμο στους νέους την ΕΛΠΙΔΑ…»



   Ο Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε στις 23 Νοέμβρη του 1913 στον Κραμποβό, το σημερινό Καστανοχώρι της Αρκαδίας  από γονείς αγρότες και τα πρώτα γράμματα έμαθε στο χωριό του, ενώ  το «Ελληνικό Σχολείο» το γνωστό μας σχολαρχείο τελείωσε στο διπλανό χωριό Ίσαρι και δωδεκάχρονος μετέβη στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας ενώ παράλληλα μαθαίνει ξένες γλώσσες πρώτα  στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στη συνέχεια  μαθαίνει Αγγλικά και Ρώσικα.

   Ως φοιτητή λαμβάνει ενεργό μέρος στις φοιτητικές δραστηριότητες, όπου  αναλαμβάνει την υπευθυνότητα του έντυπου «Φοιτητική Φωνή», όργανο αριστερής φοιτητικής παράταξης, ενώ παράλληλα εργάζεται σε διάφορες εφημερίδες. Ήδη από μαθητής γυμνασίου έχει αρχίσει να γράφει ποιήματα που δημοσιεύει στο γνωστό περιοδικό του Ξενόπουλου «Διάπλαση Παίδων» και σε άλλα περιοδικά της εποχής και λίγο αργότερα αρχίζει πια με το ψευδώνυμο Παύλος Ροδής να δημοσιεύει ποιήματα του, μελέτες κι άλλα επίκαιρα κείμενα..

   Εικοσάχρονος γίνεται Γραμματέας  της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην  « Ενωτική  Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας», κι εκεί ως μέλη είναι πολλοί  γνωστοί ποιητές και λόγιοι της εποχής κι ανάμεσά τους οι: Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Μενέλαος Λουντέμης κ.ά. Θα μείνει Γραμματέας ως το καλοκαίρι του 1936, όπου  η δικτατορία του Ιωάννη  Μεταξά κλείνει   τη Συνομοσπονδία και την ίδια εποχή λογοκρίνεται και η πρώτη του ποιητική συλλογή «Εναγώνια» για να επανεκδοθεί  38 χρόνια αργότερα. Την ίδια περίπου εποχή  συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια  κι αφού βασανιστεί  και μετατάσσεται από την Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας στο 11οΣύνταγμα Πεζικού  της Τρίπολης ως απλός στρατιώτης, ενώ μετά από αλλεπάλληλες  επιδρομές στο σπίτι του  κατάσχονται όλα του τα χειρόγραφα και καταστρέφονται, όπως και πολλά προσωπικά του στοιχεία. Παίρνει μέρος στον πόλεμο κατά της Ιταλίας στην Αλβανία και μετά την υποδούλωση της χώρας  από τα χιτλερικά στρατεύματα είναι από τους πρώτους που  μπαίνει στην Εθνική Αντίσταση.

   Στα 1946 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον Πρώτο Ήλιο». Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου διώχτηκαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειάς του και για λόγους επιβίωσης υποχρεώθηκε όχι μόνο να αναστείλει κάθε του  δραστηριότητα και φυσικά κάθε δημοσίευση έργων του κι έτσι η ποιητική του συλλογή «Αρκαδική Ραψωδία» εκδόθηκε μόλις στα 1958, ενώ τόσο αυτό του το βιβλίο, όπως κι άλλα του κείμενα ήταν έτοιμα από το 1949.. Γίνεται μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών στις 26.6.1959 με την έκδοση του τρίτου βιβλίου «Έκτη Εντολή» και τον επόμενο χρόνο γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών,  όπου  στα 1984 εκλέγεται Πρόεδρός της και επανεκλέγεται για δυο ακόμη θητείες  και θα παραμείνει ως τα 1989.  Το Δεκέμβριο του 1982 ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών του οποίου ο Ηλίας Σιμόπουλος υπήρξε για πολλές θητείες Γενικός Γραμματέας, Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος  προσχωρεί και συγχωνεύεται με το αρχαιότερο σωματείο, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

    Ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος μετά την Μεταπολίτευση ανέπτυξε  μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό αφού έλαβε μέρος σε πολλά διεθνή συνέδρια. Θα αναφέρω μερικά από αυτά ενδεικτικά. Στα 1976 έλαβε μέρος σε συνέδριο στη Βαρσοβία, και τον επόμενο χρόνο στο Βερολίνο και την ίδια χρονιά στο Κάιρο και το 1979 στην Κωνσταντινούπολη, την επόμενη στη Σόφια και τρία χρόνια μετά πάλι στη Σόφια, ενώ την επόμενη στην Πράγα και το 1988 στη Βαγδάτη κ.α.

   Από το πόστο του στην προεδρία της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών ανέλαβε ενεργό μέρος στην επιτροπή για την συνταξιοδότηση των λογοτεχνών, στην επιτροπή για την απονομή κρατικών βραβείων  σε Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, στην επιτροπή βράβευσης θεατρικών έργων. Πραγματοποίησε πολλές διαλέξεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, όπως στο Παρίσι, στη Σόφια, στο Τορόντο ,στην Αβάνα, στην Οτάβα, στο Κάιρο στη Βαγδάτη κ.ά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες (Γαλλικά, Αγγλικά, Βουλγαρικά Τσεχοσλοβάκικα, όπου και περιέχονται σε διάφορες ανθολογίες.

   Η ποιητική του συλλογή «Αρκαδική Ραψωδία» μελοποιήθηκε από τον μουσικοσυνθέτη  Ιωσήφ Μπενάκη και παρουσιάστηκε στην Τρίπολη (στον κινηματογράφο Αρκαδία) με μεγάλη χορωδία  με πρωταγωνιστές της Λυρικής Σκηνής, ενώ επαναλήφθηκε στον Πειραιά στις εκδηλώσεις «Έκφραση», αλλά μεταδόθηκε κι από την κρατική τηλεόραση. Ποιήματά του μελοποίησαν επίσης ο Γιάννης Σπανός κι άλλοι. Να σημειώσω επίσης πως το ποίημά του «Ναυάγιο» μελοποιήθηκε από τον συνθέτη  TeoelGreco  στη Νέα Υόρκη κι ο «Ύμνος στα Λύκαια» από τον Ηλία Στασινό. Στα 2005 το ποίημά του «Βιετνάμ» μελοποιήθηκε από τον Φαίδωνα Πρίφτη και κυκλοφόρησε σε δίσκο.

   Πολλά τα βραβεία και οι τιμητικές διακρίσεις που έλαβε ο Ηλίας Σιμόπουλος. Θα αναφέρω μόνο μερικά από αυτά. Στα 1985 τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο της κυβέρνησης της Βουλγαρίας  κι από την Ένωση Βουλγάρων Λογοτεχνών και το 1994 από την κυβέρνηση της Κούβας Τέλος στα 2001 τιμήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων με το μετάλλιο της Πόλης.

Ακόμα αξίζει να ειπωθεί πως τιμήθηκε με τιμητικές πλακέτες  από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης», από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», την «Διεθνή Αρκαδική Ακαδημία»,  τους Δήμους Τρίπολης, Μεγαλόπολης, Νικαίας, Κορυδαλλού, την Φιλολογική Στέγη Πειραιά , την Ένωση Συντακτών κι από πολλούς άλλους συλλόγους και σωματεία.

   Το έργο του υπεραιωνόβιου ποιητή Ηλία  Σινόπουλο  είναι τεράστιο και πολύμορφο. Θα αναφέρω μόνο μερικές ποιητικές συλλογές του και μελέτες του.

Κατά χρονολογική σειρά έχουν ως ακολούθως:

Ποίηση:

Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο(1946), Αρκαδική Ραψωδία(1958), Έκτη Εντολή(1959), Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές(1961)Το μεγάλο ποτάμι (1964), Τεκμήρια(1968), Τα ρόδα της Ιεριχώς(1970), Το τετράδιο της γης(1971), Μικρές μαρτυρίες(1972),Εναγώνια(1974), Προσπελάσεις (1976), Σημαφόροι(1980),Εσπερινός απόλογος(1983), Οι πληγές και τα παράθυρα(1986),Μακρινό ταξίδι(1990), Πέτρες(1992),Κέρματα(1995),

Ποίηση, τόμος Α και Ποίηση τόμος Β (1989-1990 αντίστοιχα), Θροΐσματα ανέμων(1996), Οι κήποι του Νοέμβρη(1999), Ποίηση τόμος Γ (2003), Ρινίσματα μετάλλων (2005) και Ράθυμες ώρες(2010)… Από τις μελέτες του αξίζουν να αναφερθούν οι παρακάτω:

Επαφές και προσεγγίσεις Ι(1981), Άγνωστοι και λησμονημένοι Αρκάδες Ποιητές(1989)Επαφές και προσεγγίσεις ΙΙ(2001)

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά στις ακόλουθες γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ρώσικα, Τούρκικα, Ισπανικά, Βουλγαρικά, Σλοβάκικα, Πολωνικά, Αλβανικά, Σουηδικά Αραβικά, Σλοβένικα, Ινδικά, Πορτογαλικά κ.α.

Να κλείσω αυτό μου το αφιέρωμα με το ποίημά του             Γ. Σ.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

$
0
0





ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΛΟΓΟΥ, ΤΕΧΝΗΣ και ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ «ΚΕΛΑΙΝΩ»

του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ «ΖΑΛΩΝΗ», «’Ξάστερον»



Σας προσκαλεί στην τελετή απονομής

των βραβείων του ετήσιου  Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2015

με θέμα: Μάνα στους δύσκολους καιρούς, απανεμιά…..

που θα πραγματοποιηθεί την

1η Νοεμβρίου 2015, Κυριακή πρωί (11.00 π. μ.- 14.00 μ. μ. )

στο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ του ΔΗΜΟΥ ΙΛΙΟΥ, Αγίου Φανουρίου 99, ΙΛΙΟΝ.

(Λεωφορείο 732 από Ομόνοια, πλατεία Λαυρίου,

στάση «Ι.Ν. Άγιος Φανούριος»).

Παρουσίαση βιβλίου "Ψηφίδες"του Νίκου Μπατσικανή

Νεό τεύχος του "Κελαινώ"Νο 54 για Ιούλιο-Αύγουστο-Σεπτέμβριο

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ του ΝΙΚΟΥ ΜΠΑΤΣΙΚΑΝΗ - (ΟΡΘΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ)

$
0
0




ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι εκδόσεις «Βεργίνα» και το λογοτεχνικό περιοδικό «Κελαινώ»
παρουσιάζουν το νέο βιβλίο
«ΨΗΦΙΔΕΣ» του συγγραφέα - ποιητή Νίκου Μπατσικανή.

Χαιρετισμός: Άννα Φόνσου, ηθοποιός, πρόεδρος Ιδρύματος.
Εισήγηση: Παναγιώτα Χριστοπούλου - Ζαλώνη, εκδότρια, λογοτέχνης.
Διαβάζουν οι ηθοποιοί: Πάρις Κατσίβελος - Τάσος Μπλάτζιος
και η ποιήτρια Μυρτώ Κλεάνθους Τσαούση.
Συντονίζει η Σάσα Βόρρη, καθηγήτρια Μ.Ε. - συγγραφέας.

Δευτέρα, 19 Οκτωβρίου 2015, 18.45
«Σπίτι του Ηθοποιού» Παναθηναίων 5 και Αλκαμένους, τ/φ 2105226134,
 (κάθοδος Αγαθουπόλεως)
πλησιέστερος σταθμός Ηλεκτρικού: Άγιος Νικόλαος.

Η παρουσία σας θα μας τιμήσει

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΤΗΣΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ του ΚΕΛΑΙΝΩ

$
0
0


 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ
Απονομή βραβείων του ΚΕΛΑΙΝΩ στους διαγωνισθέντες 
με θέμα: Μάνα στους δύσκολους καιρούς απανεμιά....
στο Πολιτιστικό Κέντρο του ΔΗΜΟΥ ΙΛΙΟΥ
1η Νοεμβρίου 2015



               Νίκος Μπατσικανής, Παναγιώτα Ζαλώνη και Όλγα Κανελλοπούλου-Ντινοδήμου


Κατάμεστη η αίθουσα του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Ιλίου από ποιητές, συγγενείς τους και φίλους της Ποίησης


Από αριστερά ο Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κώστας Καρούσος που μας τίμησε με την παρουσία του απένειμε το
Α'Βραβείο  στον μαθητή Ιωάννη Σταύρου από τα Ιωάννινα στην κατηγορία των διαγωνισθέντων Μαθητών και Γυμνασίου 


Η κυρία των Γραμμάτων και Πολιτισμού
Ειρήνη Φαλαγκά  απένειμε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία διαγωνισθέντων κάτω των 20
στον πρωτοετή φοιτητή της Ιατρικής
Χρήστο Τσαγκάρη


Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, εκπαιδευτικός κέρδισε το Α'Βραβείο Σύγχρονης και Πρωτότυπης Ποίησης


Η Χριστίνα Καραγιάννη με το Α'Βραβείο στην κατηγορία της Παραδοσιακής Ποίησης





Ο Πρόεδρος της Ε.Π.Ο.Κ. Ηρακλής Ζαχαριάδης προσκαλεσμένος ως απονεμητής, μας τίμησε απονέμοντας το Α'Βραβείο Σύγχρονης Ποίησης στην κατηγορία των Εφήβων στον
Μπερμπέη Γεώργιο.


Η Ιταλίδα Frederica Ambroso μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης (υποτροφία) παρέλαβε το βραβείο της μαζί με τη μητέρα της.


Ο Θόδωρος Δάλμαρης περιμένοντας το τιμητικό του βραβείο στην κατηγορία
Εκτός συναγωνισμού




Η κυρία Ειρήνη Φαλαγκά απένειμε το βραβείο στην εξ αριστερών της
Ζωή Τζιράκη-Παπαδημητρίου,
δίπλα της ο Ιωάννης Παναγάκος περιμένει την δική του βράβευση




Εξ αριστερών η καθηγήτρια και ποιήτρια
Βασιλική Εργαζάκη με τις βραβευθείσες
Ανθή Αυγέρη από την Λάρισα και
η Μαρία Ζαβιανέλη από τη Κρήτη


Ο Ηρακλής Ζαχαριάδης μόλις απένειμε τα βραβεία στον Λευτέρη Μουφτόγλου στα δεξιά του και στον Πανέλα Αθανάσια στα αριστερά του






Οι βραβευθείσες εξαίρετες ποιήτριες
Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογιού (Αριστερά)
και η Μουζακίτου Χρυσάνθη (δεξιά)  έχοντας στο κέντρο την νεαρή μας ποιήτρια και μέλος του ΔΣ του 'Ξάστερον
Μαρία-Νεφέλη Μαρκοπουλιώτου
Viewing all 163 articles
Browse latest View live